φλεβοτόμος — Δίπτερο μυζητικό έντομο. Bλ. λ. σκνίπα. * * * ο / φλεβοτόμος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τέμνει φλέβες 2. το ουδ. ως ουσ. το φλεβοτόμο χειρουργικό εργαλείο με το οποίο διενεργείται η φλεβοτομία νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φλεβοτόμος ζωολ. γένος… … Dictionary of Greek
φλεβότομον — φλεβότομος opening veins masc/fem acc sg φλεβότομος opening veins neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεβοτόμου — φλεβότομος opening veins masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεβοτόμῳ — φλεβότομος opening veins masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοφλεβοτόμος — ὁ, Α στενός φλεβοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + φλεβοτόμος] … Dictionary of Greek
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
λεϊσμανίαση — Βλ. λ. λεϊσμάνια. * * * η ιατρ. παρασίτωση, κοινή στον άνθρωπο και στα ζώα, οφειλόμενη σε πρωτόζωο τού γένους λεϊσμανία, η οποία μεταδίδεται από τους σκύλους και από ορισμένα τρωκτικά με νυγμούς τού εντόμου φλεβοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ … Dictionary of Greek
παπ(π)ατάτσι — ο ζωολ. είδος τού γένους φλεβοτόμος, δίπτερο έντομο που μεταδίδει τον τριήμερο πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pappataci (fever), < ιταλ. pappataci < λατ. pappo «τρώω» (< pappa «τροφή») + λατ. tacitus… … Dictionary of Greek
σκνίπα — (plebotomus). Δίπτερο μυζητικό έντομο της οικογένειας των Ψυχωδιδών, γνωστό και με το όνομα φλεβοτόμος. Έχει μήκος σώματος 1,3 ως 3,5 χιλιοστόμετρα και το μεγαλύτερο μέρος του είναι σκεπασμένο με χνούδι. Τα θηλυκά τρέφονται με αίμα, που είναι… … Dictionary of Greek
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek